σκάλας

σκάλας
σκάλᾱς , σκάλα
scala
fem acc pl
σκάλᾱς , σκάλα
scala
fem gen sg (doric aeolic)
σκά̱λᾱς , σκάλλω
stir up
aor part act masc nom/voc sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Liste der Gemeinden Griechenlands (1997–2010) — Die folgende Tabelle umfasst alle griechischen Gemeinden, die im Zuge des Kapodistrias Programms von 1997 aus knapp 6.000 kleineren kommunalen Einheiten geschaffen wurden und im Zuge des Kallikratis Gesetzes von 2010 zum 1. Januar 2011… …   Deutsch Wikipedia

  • μεσόσκαλο — το 1. το μέσο τής σκάλας («τρέχει ώς το μεσόσκαλο / για το συναπάντημα», Ζερβ.) 2. η εσωτερική βαθμίδα τής σκάλας, το εσωτερικό σκαλοπάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + σκάλα (πρβλ. πλατύ σκαλο)] …   Dictionary of Greek

  • μπαλέτο — Ενιαία σκηνική παράσταση που αναπτύσσει πλήρως ένα συγκεκριμένο θέμα μέσω του χορού και της παντομίμας, με συνοδεία μουσικής και με τη βοήθεια σκηνικών και κουστουμιών. Είναι ένας τύπος θεάματος που γεννήθηκε και αναπτύχθηκε στην Ευρώπη –και από… …   Dictionary of Greek

  • Ζαΐμη, σπήλαιο — Σπήλαιο που βρίσκεται στην περιοχή της Κακιάς Σκάλας των Μεγάρων, σε ύψος 138 μ. Οι ανασκαφές του σπηλαιολόγου Άνταλμπερτ Μάρκοβιτς στον χώρο του σπηλαίου έφεραν στο φως λείψανα προϊστορικών ανθρώπων, τα οποία ανάγονται στην επιπαλαιολιθική εποχή …   Dictionary of Greek

  • Μπόιτο — (Boito). Επώνυμο οικογένειας (αδελφών) Ιταλών που διακρίθηκαν ιδιαίτερα στις τέχνες. 1. Αρίγκο (Arigo, Πάντοβα 1842 – Μιλάνο 1918). Συνθέτης, ποιητής, λιμπρετίστας, μουσικός και θεατρικός κριτικός. Υπήρξε, μαζί με τον Εμίλιο Πράγκα, από νέος, μια …   Dictionary of Greek

  • Μυτιλήνη — Πόλη (27.247 κάτ.) της Λέσβου, πρωτεύουσα του νομού Λέσβου. Είναι χτισμένη στην ανατολική πλευρά του νησιού και από το λιμάνι της εξυπηρετούνται αποκλειστικά σχεδόν όλοι οι οικισμοί της Λέσβου. Στο προάστιο της Κράτηγος βρίσκεται το αεροδρόμιο. Η …   Dictionary of Greek

  • Τοσκανίνι, Αρτούρο — (Toscanini, Πάρμα 1867 – Νέα Υόρκη 1957). Ιταλός διευθυντής ορχήστρας. Σπούδασε βιολοντσέλο, έγινε μέλος της ορχήστρας του μελοδράματος του Pίο Nτε Tζανέιρο και το 1886 τον κάλεσαν ξαφνικά να διευθύνει στη θέση του επίσημου διευθυντή της… …   Dictionary of Greek

  • Мелигалас (дим) — В этой статье не хватает ссылок на источники информации. Информация должна быть проверяема, иначе она может быть поставлена под сомнение и удалена. Вы можете …   Википедия

  • Kefalonia (Gemeinde) — Gemeinde Kefalonia Δήμος Κεφαλονιάς …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”